- χρησμολογία
- η1. προφητεία, το να προμαντεύει κανείς τα μέλλοντα.2. η ασχολία με την ερμηνεία των χρησμών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρησμολογία — χρησμολογίᾱ , χρησμολογία an uttering of oracles fem nom/voc/acc dual χρησμολογίᾱ , χρησμολογία an uttering of oracles fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολογίᾳ — χρησμολογίαι , χρησμολογία an uttering of oracles fem nom/voc pl χρησμολογίᾱͅ , χρησμολογία an uttering of oracles fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολογία — η, ΝΑ [χρησμολόγος] χρησμοδοσία νεοελλ. 1. ενασχόληση με την ερμηνεία τών χρησμών 2. διατύπωση ακατανόητων λόγων … Dictionary of Greek
χρησμολογίας — χρησμολογίᾱς , χρησμολογία an uttering of oracles fem acc pl χρησμολογίᾱς , χρησμολογία an uttering of oracles fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολογίαν — χρησμολογίᾱν , χρησμολογία an uttering of oracles fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολογίαις — χρησμολογία an uttering of oracles fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολογικός — ή, ό, Ν [χρησμολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρησμολογία και στον χρησμολόγο 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. χρησμολογική … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
χρησμολόγημα — ήματος, τὸ, Μ [χρησμολογῶ] χρησμολογία, χρησμοδοσία … Dictionary of Greek
Κοσμάς ο Αιτωλός — (Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας 1714 – Καλικόντασι Βορείου Ηπείρου 1779). Λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας. Έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του και διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε… … Dictionary of Greek